- τριπτῆρας
- τριπτήρpestlemasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τριπτήρας — ο / τριπτήρ, ῆρος, ΝΜΑ σκεύος ή εργαλείο για τη λειοτρίβηση διαφόρων υλικών νεοελλ. 1. όργανο για την κονιορτοποίηση φαρμάκου 2. ξυλουργική ή σιδηρουργική ρίνη, λίμα 3. τρίφτης τυριού αρχ. 1. γουδοχέρι 2. κάδος στον οποίο συγκεντρώνεται το λάδι… … Dictionary of Greek
τρίβω — ΝΜΑ 1. σύρω επανειλημμένως ένα σώμα πάνω σε άλλο συμπιέζοντάς το στο σημείο επαφής τους ή ξύνω κάτι μετακινώντας με πίεση άλλο σώμα πάνω σε αυτό (α. «τρίψε καλά τα μάρμαρα» β. «τρίβω το ξύλο με το γυαλόχαρτο» γ. «τρίβω τα μαχαιροπήρουνα» δ. «τὸν… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Σύρου Πανκυκλαδικό — Το Αρχαιολογικό Μουσείο Σύρου στεγάζεται σε αίθουσες του Δημοτικού Μεγάρου της Ερμούπολης, ενός νεοκλασικού κτιρίου που σχεδιάστηκε από τον Βαυαρό αρχιτέκτονα Ερνέστο Τσίλερ. Το μουσείο ιδρύθηκε το 1834 5 και είναι ένα από τα παλαιότερα της… … Dictionary of Greek